- εξάμετρος
- -η, -ο1. (για στίχους), που αποτελείται από έξι μέτρα, δηλ. μετρικά πόδια, και μάλιστα δαχτύλους.2. (για ποιητικά έργα), που αποτελείται από εξάμετρους στίχους.3. το αρσ. και το ουδ. ως ουσ., εξάμετρος, ο και εξάμετρο, το στίχος εξάμετρος και ειδικά δαχτυλικός: Κι ο εξάμετρος του Ομήρου (Κ. Παλαμάς).4. που έχει μήκος έξι μέτρα: Εξάμετρο πλάτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.